- ἐπιλήνιος
- ἐπιλήνιοςofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιλήνιος — ἐπιλήνιος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στον ληνό, που γίνεται κατά το πάτημα τών σταφυλιών («ἐπιλήνιος ὕμνος, ἐπιλήνιον μέλος») 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἐπιλήνιος ονομασία τού Βάκχου 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιλήνια γιορτές τού τρύγου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ἐπιλήνιον — ἐπιλήνιος of masc/fem acc sg ἐπιλήνιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληνίοισιν — ἐπιλήνιος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληνίους — ἐπιλήνιος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλήνια — ἐπιλήνιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλήνιε — ἐπιλήνιος of masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλήνιοι — ἐπιλήνιος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπιλήνι' — ἐπιλήνια , ἐπιλήνιος of neut nom/voc/acc pl ἐπιλήνιε , ἐπιλήνιος of masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ТАНЕЦ — • Όρχηστική, όρχησις, Saltatio, y Гомера ο̉ρχηστύς, что было тесно соединено с игрой на цитре и пением (ο̉., κίθαρις καὶ α̉οιδὴ, Il. 13, 721; μολπή есть общее название того же самого). По большей части танцор и певец было одно и то… … Реальный словарь классических древностей